- εὔθυθριξ
- εὔθῠ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,A with straight hair, Arist.GA 782b34, Poll.2.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθύθριξ — εὐθύθριξ, ὁ (Α) αυτός που έχει ίσιες τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + θριξ] … Dictionary of Greek
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθύτριχος — εὐθύτριχος, ον (Α) βλ. ευθύθριξ … Dictionary of Greek